- ποϊντσιάνα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει δύο είδη δέντρων τών τροπικών περιοχών, με κόκκινα ή λευκά άνθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. poinciana, από το όνομα τού De Poinci, κυβερνήτη τών πρώην Γαλλικών Δυτικών Ινδιών].
Dictionary of Greek. 2013.